- εξολισθαίνω
- εξολισθάνω (αόρ. εξωλίσθησα) αμετ.1) выскальзывать; соскальзывать; 2) ускользать (из памяти); 3) перен. сбиваться с (правильного) пути, совершать ошибочный шаг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξολισθαίνω — (AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) [ολισθάνω] 1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ 2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι αρχ. 1. ξεφεύγω, διαφεύγω 2. (για φύλλα) πέφτω 3. ξεφεύγω από τη μνήμη … Dictionary of Greek
ἐξολισθαίνω — ἐξολισθάνω glide off pres subj act 1st sg ἐξολισθάνω glide off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξολισθαίνω — και συνεξολισθάνω Α ξεγλιστρώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω «ξεγλιστρώ, παρεκτρέπομαι»] … Dictionary of Greek